Λίγο πιο έξω απο την Πάτρα, ανεβαίνωντας προς το Παναχαικό όρος θα συναντήσεις δύο πολύ όμορφα και ήσυχα χωριά, τα Αργυρά και τα Σελλά. Γνωστά στους Πατρινούς και στους κατοίκους των γύρω περιοχών προσφέρουν εντυπωσιακή θέα στον Πατραικό κόλπο και την γέφυρα Ρίου - Αντιρίου. Εδω θα βρείς και πολύ ωραία μαγαζιά για να κάτσεις να φας ωραίο φαγητό και να πιείς ενα δροσερό καφεδάκι αναπνέοντας καθαρό αέρα . Και όλα αυτά μόνο 20 λεπτά μακριά απο το κέντρο των Πατρών.
Απο τα Αργυρά είναι ο πατριός μου και σήμερα θα πηγαίναμε να πάρουμε φρέσκα φρούτα και λαχανικά απο την αδερφή του που μένει εκεί. Και φυσικά αρνάκι για το Πάσχα που ζυγώνει σε λίγες μέρες και ωραίο, χωριάτικο τυρί...η αδυναμία μου!
Δεν είχα ξαναπάει στο σπίτι του και φτάνοντας μας χαιρέτησε η γειτόνισσα ενημέρωνόντας μας οτι η αδερφή του είχε πεταχτεί για μια στιγμή στο χωράφι και θα ερχόταν σε λίγο. Μην έχοντας κάτι άλλο να κάνουμε εκτός απο το να περιμένουμε, άρχισα να περιεργάζομαι το μικρό παλιό σπίτι που υπήρχε εκεί. Κουρασμένο απο το πέρασμα του χρόνου, με τις ρωγμές να χαρακώνουν τους τοίχους, την κεραμιδωτή σκεπή να έχει βουλιάξει εδω και εκεί αλλά περιτριγυρισμένο γλάστρες, λουλούδια και αρώματα έστεκε μπροστά μας κάνοντας μας να αναπολούμε τις εποχές που έσφιζε απο ζωή.
"Εδω μεγάλωσα" πέταξε την βόμβα ο πατριός μου!
"Τι πράμα";
"Εδώ έζησα και μεγάλωσα" μου επανέλαβε. "Εγω, τα αδέρφια μου και οι γονείς μου, οκτω άτομα το σύνολο".
"Και που χωράγατε" ρώτησα γεμάτος απορία μια και το σπίτι είναι -δεν είναι- 50 τετραγωνικά όπως το υπολογίζω.
"Θες να ανοίξω να το δείς;" μου πετάει τη δεύτερη βόμβα
"Έχεις κλειδί;" ξαναρωτάω καταλαβαίνωντας ήδη οτι η ερώτηση ήταν περιτή.
Ο πατριός βάζει το χέρι στην τσέπη του παντελονιού του και βγάζει ενα μπρελόκ με κλειδιά. Με την πρώτη βρίσκει το σωστό κλειδί και το κρατάει στο χέρι. Εγω βγάζω τη φωτογραφική μηχανή και τον ακολουθώ μέχρι την πόρτα.
Βάλαμε το κλειδί στην σκουριασμένη κλειδαριά και με λίγη παραπάνω πίεση, αυτό γύρισε και η πόρτα άνοιξε τρίζοντας. Μπροστά μας εμφανίζεται ενα πάρα πολύ μικρό χωλάκι. Δεξιά και αριστερά του χωλ υπάρχουν δυο πόρτες. Και οι δυο είναι ανοιχτές και φαίνονται τα δωμάτια. Η αριστερή πόρτα οδηγεί στην κουζίνα, η δεξιά οδηγεί στον υπνοδωμάτιο των γονιών. Αυτο το δωμάτιο εχει πιο πολλά πράγματα. Κάνω δεξιά και μπαίνω μέσα. Μπροστά μας βρίσκεται ενα τραπεζάκι με ενα βάζο και λουλούδια Στην βάση του βάζου ακουμπά μια φωτογραφία. Στο βάθος το κρεβάτι των γονιών. Στους πράσινους τοίχους φαίνονται κάποιες παλιές, ξεθωριασμένες φωτογραφίες. Παώ προς τα εκεί με πολύ προσοχή. Σε κάθε μου βήμα το πάτωμα τρίζει σαν να πονά, δεν φαίνεται και τόσο σταθερό.
Δεξιά είναι οι φωτογραφίες των γονιών του πατριού μου. Αριστερά, πάνω απο τον καθρέπτη, ο παππούς και η γιαγιά του. Η δύναμη της φωτογραφίας σε όλο της το μεγαλείο. Χάρις σε αυτές μπορούμε να τους βλέπουμε και να τους αναπολούμε. Χάρις σε αυτές θα τους γνωρίσουν οι απόγονοι τους, τα δισέγγονα και τρισέγγονα τους. Στον ραγισμένο τοίχο πάνω απο το κρεβάτι παλιές φωτογραφίες κάποιων απο τα αδέρφια του.
Αριστερά, μια πολυκαιρισμένη ντουλάπα. Δίπλα της, ενα πολύ παλιό μοντέλο μιας ασπρόμαυρης τηλεόρασης. Σε μια γωνιά του δωματίου, ενα μικρό βάζο και μερικά ψεύτικα λουλούδια προσπαθούν να ομορφύνουν και να ζεστάνουν το χώρο.
Βγαίνω με προσοχή απο το δωμάτιο και πάω αριστερά στην κουζίνα. Το ψευτοτάβανο που υπήρχει εχει εξαφανισθεί και φαίνονται το κουρασμένα και πολυκαιρισμένα δοκάρια. Αριστέρα ενα τραπεζάκι με μια μικρή συσκευή ψησίματος. Στην μέση του εξωτερικού τοίχου ακουμπά το τζάκι. Στο βάθος μια υποτυπώδης κουζίνα με μια μαρμάρινη νιπτίρα και μερικά απλά σκεύη. Τον υπόλοιπο χώρο καταλαμβάνουν παλιές ξύλινες καρέκλες. Εδω, μου λέει ο πατριός μου, κοιμόντουσαν όλα τα αδέρφια, 6 το σύνολο, γύρω απο το τζάκι. Να σας πω την αλήθεια, δυσκολεύομαι να το φανταστώ, ο χώρος είναι αρκετά μικρός και στενός όμως σκέφτομαι τι χαμός θα γινόταν όταν θα έπεφταν όλοι για ύπνο! Και τι ωραίες στιγμές θα πέρναγαν όλοι μαζί!
Μια ξεχασμένη φωτογραφία, ενα σταματημένο ρολόϊ, μικρά αποτυπώματα των ανθρώπων που κάποτε ζούσαν εδω. Πάνω αριστερά, σε μια μικρή εσοχή, δύο εικόνες και ενα καντηλάκι δημιουργούν ενα μικρό εικονοστάσι, χαρακτηριστικό γνώρισμα σε κάθε ελληνικό σπίτι.
Με την άκρη του ματιού μου, βλέπω τον πατριό μου να έχει συγκινηθεί. Ποιος ξέρεις τι εικόνες, τι αναμνήσεις του έρχονται στο νού. Νομίζω οτι ήρθε να φύγουμε. Βγαίνω εξω, απο πίσω ακολοθουθεί ο πατριός μου. Γυρίζει και κλειδώνει την πόρτα...αφήνωντας εκεί μέσα όλες τις αναμνήσεις του.